Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροτομώ — ἀκροτομῶ ( έω) (Α) [*ἀκροτόμος] 1. κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 2. (για θερισμό) κορφολογώ, κλαδεύω … Dictionary of Greek
ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)